- φριτούρα
- η1) жарение в масле; 2) кул. фритюр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φριτούρα — η, Ν 1. τηγάνισμα σε λάδι ή σε λίπος 2. μίγμα λίπους και λαδιού για τηγάνισμα 3. τηγανητά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frittura «τηγάνισμα»] … Dictionary of Greek
φριτούρα — η (λ. ιταλ.) 1. το τηγάνισμα σε ζεματιστό λάδι ή λίπος. 2. μείγμα από λάδι και λίπος για τέτοιο τηγάνισμα. 3. τα τηγανισμένα ψάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)